3,243,582
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκανθοβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που περπατά, βαδίζει [[ανάμεσα]] σε αγκάθια, σκωπτικό [[παρωνύμιο]] των Γραμματικών, των Αλεξανδρινών φιλολόγων, σε Ανθ.· θηλ. ἀκανθοβάτις, <i>-ιδος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀκανθοβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που περπατά, βαδίζει [[ανάμεσα]] σε αγκάθια, σκωπτικό [[παρωνύμιο]] των Γραμματικών, των Αλεξανδρινών φιλολόγων, σε Ανθ.· θηλ. ἀκανθοβάτις, <i>-ιδος</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκανθοβάτης:''' ου adj. m шествующий по терниям: [[ἀκανθοβάται]] [[σῆτες]] Anth. (ирон. об ученых-грамматиках) ползающие по терниям черви. | |||
}} | }} |