ὀθόνη: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀθόνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[λεπτό]] λινό ύφασμα, στον πληθ., λεπτά λινά ενδύματα, ρούχα, υφάσματα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιστία]], σε Ανθ.· στον ενικ., [[καραβόπανο]], σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ὀθόνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[λεπτό]] λινό ύφασμα, στον πληθ., λεπτά λινά ενδύματα, ρούχα, υφάσματα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιστία]], σε Ανθ.· στον ενικ., [[καραβόπανο]], σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀθόνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> тонкое полотно, полотняная ткань или одежда Hom., Luc.; плащаница NT;<br /><b class="num">2)</b> полотнище, парус ([[νεῶν]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> pl. оболочки глаза Emped. ap. Arst.
}}
}}