Anonymous

ὀθόνη: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀθόνη]])<br /><b>1.</b> [[λευκό]] και [[λεπτό]] λινό ή βαμβακερό ύφασμα, [[λευκό]] [[πανί]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] τών ιστίων του πλοίου, και το ίδιο το [[ιστίο]] του πλοίου, το [[καραβόπανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] της συσκευής τηλεόρασης ή ηλεκτρονικού υπολογιστή [[πάνω]] στην οποία σχηματίζεται η [[εικόνα]] που δημιουργείται από τον καθοδικό [[σωλήνα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οθόνη]] τραπέζης» — το τραπεζομάντηλο<br />β) «[[οθόνη]] κλίνης» — [[σεντόνι]]<br />γ) «[[οθόνη]] ελέγχου» — [[καθοδικός]] [[σωλήνας]] παραγωγής εικόνας με όλες τις απαραίτητες διατάξεις που χρησιμοποιείται στους τηλεοπτικούς σταθμούς για τον ποιοτικό έλεγχο της εικόνας<br />δ) «[[οθόνη]] φθορίζουσα» — φθορίζον [[διάφραγμα]] στο οποίο προσπίπτει η [[ακτινοβολία]] Χ [[κατά]] τις ακτινοσκοπήσεις<br />ε) «[[οθόνη]] κινηματογράφου» — λευκή [[επιφάνεια]] κατασκευασμένη από [[λευκό]] ύφασμα, πλαστικό ή [[άλλο]] υλικό [[πάνω]] στην οποία σχηματίζονται οι εικόνες [[κατά]] την [[προβολή]] κινηματογραφικού έργου<br />στ) «[[μεγάλη]] [[οθόνη]]» — ο [[κινηματογράφος]]<br />ζ) «μικρή [[οθόνη]]» — η [[τηλεόραση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Ομ.</b> [[πάντοτε]] στον πληθ.) <i>αἱ ὀθόναι</i><br />λεπτά λινά ενδύματα<br /><b>2.</b> [[είδος]] λινού ενδύματος το οποίο φορούσαν οι διάκοι στον αριστερό ώμο τους<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) λινά λεπτά γυναικεία ενδύματα<br />β) τα [[ιστία]], τα πανιά του καραβιού<br />γ) οι μεμβράνες οι οποίες περικλείουν την [[κόρη]] του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. με κατάλ. -<i>όνη</i> (<b>πρβλ.</b> [[βελόνη]], [[περόνη]]). Μερικοί θεωρούν ότι η λ. συνδέεται με εβρ. '<i>et</i><i>ū</i><i>n</i> «αιγυπτιακό λινό ύφασμα», ενώ, κατ' άλλους, η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από τη Σημιτική και ανάγεται σε αιγυπτ. <i>idmj</i> «λινό ύφασμα κόκκινου χρώματος»].
|mltxt=η (Α [[ὀθόνη]])<br /><b>1.</b> [[λευκό]] και [[λεπτό]] λινό ή βαμβακερό ύφασμα, [[λευκό]] [[πανί]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] τών ιστίων του πλοίου, και το ίδιο το [[ιστίο]] του πλοίου, το [[καραβόπανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφάνεια]] της συσκευής τηλεόρασης ή ηλεκτρονικού υπολογιστή [[πάνω]] στην οποία σχηματίζεται η [[εικόνα]] που δημιουργείται από τον καθοδικό [[σωλήνα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[οθόνη]] τραπέζης» — το τραπεζομάντηλο<br />β) «[[οθόνη]] κλίνης» — [[σεντόνι]]<br />γ) «[[οθόνη]] ελέγχου» — [[καθοδικός]] [[σωλήνας]] παραγωγής εικόνας με όλες τις απαραίτητες διατάξεις που χρησιμοποιείται στους τηλεοπτικούς σταθμούς για τον ποιοτικό έλεγχο της εικόνας<br />δ) «[[οθόνη]] φθορίζουσα» — φθορίζον [[διάφραγμα]] στο οποίο προσπίπτει η [[ακτινοβολία]] Χ [[κατά]] τις ακτινοσκοπήσεις<br />ε) «[[οθόνη]] κινηματογράφου» — λευκή [[επιφάνεια]] κατασκευασμένη από [[λευκό]] ύφασμα, πλαστικό ή [[άλλο]] υλικό [[πάνω]] στην οποία σχηματίζονται οι εικόνες [[κατά]] την [[προβολή]] κινηματογραφικού έργου<br />στ) «[[μεγάλη]] [[οθόνη]]» — ο [[κινηματογράφος]]<br />ζ) «μικρή [[οθόνη]]» — η [[τηλεόραση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Ομ.</b> [[πάντοτε]] στον πληθ.) <i>αἱ ὀθόναι</i><br />λεπτά λινά ενδύματα<br /><b>2.</b> [[είδος]] λινού ενδύματος το οποίο φορούσαν οι διάκοι στον αριστερό ώμο τους<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) λινά λεπτά γυναικεία ενδύματα<br />β) τα [[ιστία]], τα πανιά του καραβιού<br />γ) οι μεμβράνες οι οποίες περικλείουν την [[κόρη]] του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. με κατάλ. -<i>όνη</i> (<b>πρβλ.</b> [[βελόνη]], [[περόνη]]). Μερικοί θεωρούν ότι η λ. συνδέεται με εβρ. '<i>et</i><i>ū</i><i>n</i> «αιγυπτιακό λινό ύφασμα», ενώ, κατ' άλλους, η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από τη Σημιτική και ανάγεται σε αιγυπτ. <i>idmj</i> «λινό ύφασμα κόκκινου χρώματος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀθόνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[λεπτό]] λινό ύφασμα, στον πληθ., λεπτά λινά ενδύματα, ρούχα, υφάσματα, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιστία]], σε Ανθ.· στον ενικ., [[καραβόπανο]], σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
}}
}}