χειρουργικός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειρουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[εργασία]] των χεριών, σε Αριστ.
|lsmtext='''χειρουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[εργασία]] των χεριών, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρουργικός:''' <b class="num">1)</b> ремесленный: ἡ χειρουργικὴ [[ἐπιστήμη]] Arst. мастерство;<br /><b class="num">2)</b> практический, технический, исполнительский (τὸ χειρουργικὸν [[μέρος]] τῆς μουσικῆς Plut.).
}}
}}