3,274,313
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειρουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[εργασία]] των χεριών, σε Αριστ. | |lsmtext='''χειρουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[εργασία]] των χεριών, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρουργικός:''' <b class="num">1)</b> ремесленный: ἡ χειρουργικὴ [[ἐπιστήμη]] Arst. мастерство;<br /><b class="num">2)</b> практический, технический, исполнительский (τὸ χειρουργικὸν [[μέρος]] τῆς μουσικῆς Plut.). | |||
}} | }} |