3,274,216
edits
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[χειρουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «[[χειρουργική]] [[επέμβαση]]» β. «χειρουργικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[χειρουργική]]<br />ιατρική [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] τη [[θεραπεία]] κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλαστική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χειρουργική]] [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] την [[αποκατάσταση]] συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών του σώματος και, κατ' εξοχήν, του προσώπου<br />β) «κοσμητική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> υποειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής που έχει ως [[αντικείμενο]] την [[εξάλειψη]] τών εξωτερικών σημείων του γήρατος [[αλλά]] και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική [[εμφάνιση]], [[κυρίως]] τών [[γυναικών]]<br />γ) «[[χειρουργική]] [[επέμβαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[εγχείρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] στα χέρια<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος με το [[χέρι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χειρουργικόν</i><br />η [[χειρουργική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρουργικώς]] / <i>χειρουργικῶς</i>, ΝΑ, και <i>χειρουργικά</i> Ν<br />με [[εγχείρηση]], με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[χειρουργικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χειρουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «[[χειρουργική]] [[επέμβαση]]» β. «χειρουργικά εργαλεία»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[χειρουργική]]<br />ιατρική [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] τη [[θεραπεία]] κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο [[σώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλαστική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[χειρουργική]] [[ειδικότητα]] με [[αντικείμενο]] την [[αποκατάσταση]] συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών του σώματος και, κατ' εξοχήν, του προσώπου<br />β) «κοσμητική [[χειρουργική]]»<br /><b>ιατρ.</b> υποειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής που έχει ως [[αντικείμενο]] την [[εξάλειψη]] τών εξωτερικών σημείων του γήρατος [[αλλά]] και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική [[εμφάνιση]], [[κυρίως]] τών [[γυναικών]]<br />γ) «[[χειρουργική]] [[επέμβαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[εγχείρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδέξιος]], [[ικανός]] στα χέρια<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος με το [[χέρι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χειρουργικόν</i><br />η [[χειρουργική]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρουργικώς]] / <i>χειρουργικῶς</i>, ΝΑ, και <i>χειρουργικά</i> Ν<br />με [[εγχείρηση]], με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειρουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[εργασία]] των χεριών, σε Αριστ. | |||
}} | }} |