ἀορτέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀορτέω:''' εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἀείρω]], μόνο στη μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>ἀορτηθείς</i>, αναρτημένος, αιωρούμενος, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀορτέω:''' εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἀείρω]], μόνο στη μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>ἀορτηθείς</i>, αναρτημένος, αιωρούμενος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀορτέω:''' поднимать, вешать ([[τλάμων]] ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος Anth.).
}}
}}