ἀορτέω

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀορτέω Medium diacritics: ἀορτέω Low diacritics: αορτέω Capitals: ΑΟΡΤΕΩ
Transliteration A: aortéō Transliteration B: aorteō Transliteration C: aorteo Beta Code: a)orte/w

English (LSJ)

lengthened form of ἀείρω, found only in aor. 1 part. Pass. ἀορτηθείς = hung up, suspended, AP7.696 (Arch.).

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
colgar, ahorcar ἀορτηθεὶς ἐκ λασίας πίτυος del sátiro Marsias AP 7.696.

German (Pape)

[Seite 273] = ἀείρω, nur ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος, an der Fichte aufgehängt, hangend, Arch. 22 (VII, 696).

French (Bailly abrégé)

ἀορτῶ :
élever, suspendre.
Étymologie: ἀείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀορτέω: поднимать, вешать (τλάμων ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀορτέω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀείρω, ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96.

Greek Monotonic

ἀορτέω: εκτεταμ. τύπος του ἀείρω, μόνο στη μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἀορτηθείς, αναρτημένος, αιωρούμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[lengthened form of ἀείρω, only in aor.1 pass. part. ἀορτηθείς]
suspended, Anth.