εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰνοσίφυλλος:''' -ον ([[ἔνοσις]]), με [[φυλλωσιά]] που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''εἰνοσίφυλλος:''' -ον ([[ἔνοσις]]), με [[φυλλωσιά]] που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰνοσίφυλλος:''' досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый ([[Πήλιον]] Hom.).
}}
}}