εἰνοσίφυλλος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ἔνοσις) with quivering foliage, shaking its leaves, with moving branches, of wooded mountains, Il.2.632, Od.9.22, etc.
Spanish (DGE)
εἰνοσίφυλλος, -ον
• Alolema(s): ép. εἰνοσίφυλλος Il.2.757, Od.11.316; ἐννοσίφυλλος Simon.90.1
1 que agita o sacude las hojas de los árboles ἐ. ἀήτα ... ἀνέμων Simon.l.c., δρόμον εἰνοσίφυλλον ... Φθινοπωρίδος Ὥρης Nonn.D.38.276.
2 frec. ref. a montañas cubiertas de bosques de follaje agitado Νήριτον Il.2.632, Od.9.22, Πήλιον Il.2.757, Od.11.316, Ph.1.405, Poet.de herb.116, Orph.A.387, εἰνοσίφυλλον ὄρος Κυλλήνιον AP 16.188 (Nic.), cf. Apollon.Lex.64.10.
German (Pape)
[Seite 733] blätterschüttelnd, laubschüttelnd, belaubt, waldig, von Bergen, Il. 2, 632 Od. 9, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agite son feuillage.
Étymologie: ἔνοσις, φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
εἰνοσίφυλλος: досл. машущий (своей) листвой, т. е. лесистый (Πήλιον Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰνοσίφυλλος: -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ κίνησις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
English (Autenrieth)
(ἔνοσις, φύλλον): leaf-shaking, with quivering foliage, epithet of wooded mountains.
Greek Monolingual
εἰνοσίφυλλος, -ον (Α)
(για βουνά) σύδενδρος, σκεπασμένος με δέντρα που έχουν πυκνό φύλλωμα.
Greek Monotonic
εἰνοσίφυλλος: -ον (ἔνοσις), με φυλλωσιά που τρεμουλιάζει, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἔνοσις.
Middle Liddell
ἔνοσις
with quivering foliage, Il.
Frisk Etymology German
εἰνοσίφυλλος: {einosíphullos}
See also: s. ἔνοσις.
Page 1,464