βιβλιακός: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βιβλιακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία<br /><b>2.</b> ο [[πολυμαθής]] από τη [[μελέτη]] βιβλίων<br /><b>3.</b> ο [[σχολαστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βιβλιακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία<br /><b>2.</b> ο [[πολυμαθής]] από τη [[μελέτη]] βιβλίων<br /><b>3.</b> ο [[σχολαστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''βιβλιᾰκός:''' <b class="num">1)</b> книжный (σελίδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> начитанный, ученый (ἐν ἱστορίᾳ Plut.).
}}
}}