Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιβλιακός

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιακός Medium diacritics: βιβλιακός Low diacritics: βιβλιακός Capitals: ΒΙΒΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: bibliakós Transliteration B: bibliakos Transliteration C: vivliakos Beta Code: bibliako/s

English (LSJ)

βιβλιακή, βιβλιακόν,
A versed in books, Phld.Ir.p.90 W. (βυβλ-); ἐν ἱστορία βιβλιακώτατος Plu. Rom.12; pedantic, χαρακῖται Timo 12; ἕξις Plb.12.25h.3.
2 of a book, σελίδες AP7.594 (Jul.); in or of books, συντάξεις Chacrem. ap.Porph.Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 444] in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
versé dans la connaissance des livres, savant.
Étymologie: βιβλίον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιβλιακός -ή -όν βιβλίον
1. van een boek, behorend bij een boek.
2. belezen, geleerd.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιᾰκός:
1 книжный (σελίδες Anth.);
2 начитанный, ученый (ἐν ἱστορίᾳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, ἔμπειρος, Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βιβλιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία
2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων
3. ο σχολαστικός.