ἔκχυτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκχῠτος:''' -ον ([[ἐκχέω]]), αυτός που έχει ξεχυθεί, [[απεριόριστος]], σκορπισμένος, [[ακράτητος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔκχῠτος:''' -ον ([[ἐκχέω]]), αυτός που έχει ξεχυθεί, [[απεριόριστος]], σκορπισμένος, [[ακράτητος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκχῠτος:''' <b class="num">1)</b> раскидистый, развесистый (κισσοῦ [[κόμη]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> растянувшийся (ἔ. ὕπνῳ Anth.).
}}
}}