Anonymous

ἔκχυτος: Difference between revisions

From LSJ
4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκχυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο χυμένος έξω, [[εκτεταμένος]], ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, [[χυτός]], [[διάχυτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[έκχυτος]] [[κόμη]]» — πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά<br />β. «[[έκχυτος]] [[γέλως]]» — υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο [[γέλιο]]<br />γ. <b>γεωλ.</b> «έκχυτα πετρώματα» — [[κατηγορία]] πυριγενών στρωμάτων, [[αλλιώς]] «ηφαιστειογενή πετρώματα».
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκχυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο χυμένος έξω, [[εκτεταμένος]], ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, [[χυτός]], [[διάχυτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «[[έκχυτος]] [[κόμη]]» — πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά<br />β. «[[έκχυτος]] [[γέλως]]» — υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο [[γέλιο]]<br />γ. <b>γεωλ.</b> «έκχυτα πετρώματα» — [[κατηγορία]] πυριγενών στρωμάτων, [[αλλιώς]] «ηφαιστειογενή πετρώματα».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκχῠτος:''' -ον ([[ἐκχέω]]), αυτός που έχει ξεχυθεί, [[απεριόριστος]], σκορπισμένος, [[ακράτητος]], σε Ανθ.
}}
}}