3,258,246
edits
(3) |
(1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' αόρ. αʹ <i>-εζεύχθην</i>, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, <i>γυναικός</i>, σε Ευρ.· <i>εἰ γάμων ἀπεζύγην</i>, εάν ήμουν [[ελεύθερος]] από τα [[δεσμά]] του γάμου, στον ίδ.· <i>ἀπεζύγην [[πόδας]]</i>, ανεχώρησα [[πεζός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' αόρ. αʹ <i>-εζεύχθην</i>, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, <i>γυναικός</i>, σε Ευρ.· <i>εἰ γάμων ἀπεζύγην</i>, εάν ήμουν [[ελεύθερος]] από τα [[δεσμά]] του γάμου, στον ίδ.· <i>ἀπεζύγην [[πόδας]]</i>, ανεχώρησα [[πεζός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' (aor. 1 ἀπεζεύχθην, aor. 2 ἀπεζύγην) досл. отпрягаться, перен. отделяться: ἀ. τινος Eur. быть разлученным с кем-л.; [[δεῦρο]] ἀπεζύγην πόδας Aesch. я пешком пришел сюда. | |||
}} | }} |