Anonymous

ἀποζεύγνυμαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_5)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποζεύγνυμαι''': ἀόρ. -εζύγην [ῠ], ἀλλὰ καὶ -εζεύχθην Εὐρ. Ἠλ. 284, Ἀνθ. Π. 12. 226: - Παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, τέκνων, γυναικὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1376, Μήδ. 1017· εἰ γάμων ἀπεζύγην; ἂν [[ἤμην]] [[ἐλεύθερος]] ἀπό…, ὁ αὐτ. Ἱκ. 791· ὀρφανὸς ἀποζυγεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 988: [[ὥσπερ]] δεῦρ’ ἀπεζύγην πόδας ([[γραπτέον]] [[πόδα]]), ὡς ἀνεχώρησα καὶ ἦλθον [[ἐνταῦθα]] [[πεζῇ]], ὡς τὸ βαίνειν [[πόδα]] (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βαίνω Α. ΙΙ. 4), Αἰσχύλ. Χο. 676. 2) τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Μανέθ. 3. 85, ἢ γὰρ ἀποζεύγνυσι συνεύνων.
|lstext='''ἀποζεύγνυμαι''': ἀόρ. -εζύγην [ῠ], ἀλλὰ καὶ -εζεύχθην Εὐρ. Ἠλ. 284, Ἀνθ. Π. 12. 226: - Παθ., ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, τέκνων, γυναικὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1376, Μήδ. 1017· εἰ γάμων ἀπεζύγην; ἂν [[ἤμην]] [[ἐλεύθερος]] ἀπό…, ὁ αὐτ. Ἱκ. 791· ὀρφανὸς ἀποζυγεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 988: [[ὥσπερ]] δεῦρ’ ἀπεζύγην πόδας ([[γραπτέον]] [[πόδα]]), ὡς ἀνεχώρησα καὶ ἦλθον [[ἐνταῦθα]] [[πεζῇ]], ὡς τὸ βαίνειν [[πόδα]] (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] βαίνω Α. ΙΙ. 4), Αἰσχύλ. Χο. 676. 2) τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Μανέθ. 3. 85, ἢ γὰρ ἀποζεύγνυσι συνεύνων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποζεύγνῠμαι:''' αόρ. αʹ <i>-εζεύχθην</i>, αόρ. βʹ -εζύγην [ῠ]· Παθ., χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον, <i>γυναικός</i>, σε Ευρ.· <i>εἰ γάμων ἀπεζύγην</i>, εάν ήμουν [[ελεύθερος]] από τα [[δεσμά]] του γάμου, στον ίδ.· <i>ἀπεζύγην [[πόδας]]</i>, ανεχώρησα [[πεζός]], σε Αισχύλ.
}}
}}