ὀρεκτικός: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεκτικός:''' -ή, -όν ([[ὄρεξις]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, [[ορεκτικός]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὀρεκτικόν</i>, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ.
|lsmtext='''ὀρεκτικός:''' -ή, -όν ([[ὄρεξις]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, [[ορεκτικός]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὀρεκτικόν</i>, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεκτικός:''' <b class="num">1)</b> стремящийся, устремляющийся, целеустремленный (τὸ κινοῦν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждающий желание ([[πάθος]] Plut.).
}}
}}