3,244,152
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρεκτικός:''' -ή, -όν ([[ὄρεξις]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, [[ορεκτικός]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὀρεκτικόν</i>, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ. | |lsmtext='''ὀρεκτικός:''' -ή, -όν ([[ὄρεξις]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, [[ορεκτικός]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὀρεκτικόν</i>, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρεκτικός:''' <b class="num">1)</b> стремящийся, устремляющийся, целеустремленный (τὸ κινοῦν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждающий желание ([[πάθος]] Plut.). | |||
}} | }} |