ψάμμιος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψάμμιος:''' -α, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, [[αμμώδης]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ψάμμιος:''' -α, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, [[αμμώδης]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψάμμιος:''' 3, v. l. ψαμμίς, ίδος adj. f приставший к песчаному взморью ([[ἀκάτα]] Aesch.), по по друг. песчаный (ἀκτα Aesch.).
}}
}}