3,277,050
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψάμμιος:''' -α, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, [[αμμώδης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ψάμμιος:''' -α, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που βρίσκεται, ακουμπά πάνω στην άμμο, [[αμμώδης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψάμμιος:''' 3, v. l. ψαμμίς, ίδος adj. f приставший к песчаному взморью ([[ἀκάτα]] Aesch.), по по друг. песчаный (ἀκτα Aesch.). | |||
}} | }} |