ἀποτειχίζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτειχίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[περικλείω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[τείχος]].<br /><b class="num">1.</b> προκειμένου να οχυρώσω, <i>τὸν Ἰσθμόν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> προκειμένου να αποκλείσω, <i>[[τινάς]]</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀποτειχίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[περικλείω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[τείχος]].<br /><b class="num">1.</b> προκειμένου να οχυρώσω, <i>τὸν Ἰσθμόν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> προκειμένου να αποκλείσω, <i>[[τινάς]]</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτειχίζω:''' <b class="num">1)</b> отделять стеной (τινάς Arph., Thuc.): πρὸς ἀλλήλους ἀποτειχίσασθαι Luc. отгородиться друг от друга (словно) стеной;<br /><b class="num">2)</b> обносить или окружать стеной (Ἰσθμόν Her.; τὴν πόλιν ἀπὸ или ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν Xen., Plut.; οὐ [[ῥᾳδίως]] ἀποτειχισθῆναι Thuc.): τὸ [[τεῖχος]] ἀποτειχίσαι Thuc. провести стену.
}}
}}