3,277,286
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτειχίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[περικλείω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[τείχος]].<br /><b class="num">1.</b> προκειμένου να οχυρώσω, <i>τὸν Ἰσθμόν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> προκειμένου να αποκλείσω, <i>[[τινάς]]</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀποτειχίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[περικλείω]] ή [[διαχωρίζω]] με [[τείχος]].<br /><b class="num">1.</b> προκειμένου να οχυρώσω, <i>τὸν Ἰσθμόν</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> προκειμένου να αποκλείσω, <i>[[τινάς]]</i>, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτειχίζω:''' <b class="num">1)</b> отделять стеной (τινάς Arph., Thuc.): πρὸς ἀλλήλους ἀποτειχίσασθαι Luc. отгородиться друг от друга (словно) стеной;<br /><b class="num">2)</b> обносить или окружать стеной (Ἰσθμόν Her.; τὴν πόλιν ἀπὸ или ἐκ θαλάττης εἰς θάλατταν Xen., Plut.; οὐ [[ῥᾳδίως]] ἀποτειχισθῆναι Thuc.): τὸ [[τεῖχος]] ἀποτειχίσαι Thuc. провести стену. | |||
}} | }} |