κολλώδης: Difference between revisions

3
(21)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κολλώδης]], -ῶδες) [[κόλλα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κόλλα]], που έχει κολλητικές ιδιότητες, [[γλοιώδης]] («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ες (AM [[κολλώδης]], -ῶδες) [[κόλλα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κόλλα]], που έχει κολλητικές ιδιότητες, [[γλοιώδης]] («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κολλώδης:''' <b class="num">1)</b> клейкий, вязкий (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> выделяющий камедь, смолистый (δένδρα Arst.).
}}
}}