Anonymous

κολλώδης: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />collant, gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />collant, gluant, visqueux.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κολλώδης]], -ῶδες) [[κόλλα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κόλλα]], που έχει κολλητικές ιδιότητες, [[γλοιώδης]] («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}