ἐπινοητός: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπινοητός]], -ή, -όν (Α) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει στον νου.
|mltxt=[[ἐπινοητός]], -ή, -όν (Α) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει στον νου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινοητός:''' выдуманный, воображаемый, мысленный Sext.
}}
}}