Anonymous

ἐπινοητός: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_11)
(13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινοητός''': -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.
|lstext='''ἐπινοητός''': -ή, -όν, ὑπάρχων ἐν τῷ νῷ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 38.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπινοητός]], -ή, -όν (Α) [[επινοώ]]<br /><b>1.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει στον νου.
}}
}}