σύσπαστος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύσπαστος:''' -ον ή [[συσπαστός]], -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με [[σύσπαση]], αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''σύσπαστος:''' -ον ή [[συσπαστός]], -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με [[σύσπαση]], αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύσπαστος:''' стягиваемый, стяжной ([[βαλάντιον]] Plat.).
}}
}}