βλακεύω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλᾱκεύω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[νωθρός]], [[άτονος]], [[οκνηρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., χάνω, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] εξαιτίας της οκνηρίας, σε Λουκ.
|lsmtext='''βλᾱκεύω:''' μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[νωθρός]], [[άτονος]], [[οκνηρός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., χάνω, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] εξαιτίας της οκνηρίας, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''βλᾱκεύω:''' быть вялым, медлительным, тупым Xen.: βλακεῦσαί τι Luc. (по тупоумию) прозевать что-л.
}}
}}