διαγωνίζομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] ή [[πολεμώ]] [[εναντίον]], <i>τινι</i> και [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αγωνίζομαι]] απελπισμένα, [[διαγωνίζομαι]] με [[άμιλλα]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''διᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] ή [[πολεμώ]] [[εναντίον]], <i>τινι</i> και [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αγωνίζομαι]] απελπισμένα, [[διαγωνίζομαι]] με [[άμιλλα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διᾰγωνίζομαι:''' <b class="num">1)</b> вести борьбу, бороться (τινι Xen., Plat. и πρός τινα Xen., Polyb.; λόγῳ ἐν ἐκκλησίᾳ Plat.; πρὸς τὴν τοῦ ποταμοῦ βίαν Polyb.; [[ὑπέρ]] τινος Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.; μέγαν ἀγῶνα δ. Plut.): μάχῃ διαγωνίσασθαι Thuc. дать решительный бой;<br /><b class="num">2)</b> бороться, состязаться (πρὸς ἀλλήλους Xen.; ποιήμασι Plut.).
}}
}}