Anonymous

διαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαγωνίζομαι]])<br />αμιλλώμενος σε αγώνα [[προς]] κάποιον, [[διεκδικώ]] τη [[νίκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] σε [[δίκη]]<br /><b>3.</b> [[αγωνίζομαι]] με σκοπό να εξασκηθώ<br /><b>4.</b> [[αποφασίζω]] να αγωνιστώ<br /><b>5.</b> [[τελειώνω]] τον αγώνα.
|mltxt=(AM [[διαγωνίζομαι]])<br />αμιλλώμενος σε αγώνα [[προς]] κάποιον, [[διεκδικώ]] τη [[νίκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] σε [[δίκη]]<br /><b>3.</b> [[αγωνίζομαι]] με σκοπό να εξασκηθώ<br /><b>4.</b> [[αποφασίζω]] να αγωνιστώ<br /><b>5.</b> [[τελειώνω]] τον αγώνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] ή [[πολεμώ]] [[εναντίον]], <i>τινι</i> και [[πρός]] τινα, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αγωνίζομαι]] απελπισμένα, [[διαγωνίζομαι]] με [[άμιλλα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}