μείλιχος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μείλῐχος:''' -ον, [[πράος]], [[ευγενικός]], όπως το [[μειλίχιος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[Ἄρτεμις]] [[μείλιχος]] ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· <i>τὸ μείλιχον</i>, [[πραότητα]], σε Θέογν.· <i>τὰ μείλιχα</i>, χαρές, σε Πίνδ.
|lsmtext='''μείλῐχος:''' -ον, [[πράος]], [[ευγενικός]], όπως το [[μειλίχιος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[Ἄρτεμις]] [[μείλιχος]] ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· <i>τὸ μείλιχον</i>, [[πραότητα]], σε Θέογν.· <i>τὰ μείλιχα</i>, χαρές, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μείλῐχος:''' Hom., Hes., Pind., Plut., Anth. = [[μειλίχιος]].
}}
}}