3,270,341
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μείλῐχος:''' -ον, [[πράος]], [[ευγενικός]], όπως το [[μειλίχιος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[Ἄρτεμις]] [[μείλιχος]] ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· <i>τὸ μείλιχον</i>, [[πραότητα]], σε Θέογν.· <i>τὰ μείλιχα</i>, χαρές, σε Πίνδ. | |lsmtext='''μείλῐχος:''' -ον, [[πράος]], [[ευγενικός]], όπως το [[μειλίχιος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[Ἄρτεμις]] [[μείλιχος]] ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· <i>τὸ μείλιχον</i>, [[πραότητα]], σε Θέογν.· <i>τὰ μείλιχα</i>, χαρές, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μείλῐχος:''' Hom., Hes., Pind., Plut., Anth. = [[μειλίχιος]]. | |||
}} | }} |