Anonymous

μείλιχος: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μείλιχος]] και αιολ. τ. [[μέλλιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πράος]], [[ήπιος]], [[γλυκός]], [[μειλίχιος]] (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο [[μείλιχος]] [[εἶναι]] ζωὸς ἐών», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔκ δ' ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ' [[ἔπος]] [[οὔτε]] τι [[ἔργον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθετο]] της Λητούς, του Ύπνου και της Αρτέμιδος («ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι», Κριναγ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μείλιχον</i><br />[[πραότητα]], [[ηπιότητα]], [[ευγένεια]], [[γλυκύτητα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μείλιχον</i><br />με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μείλιχα</i><br />οι χαρές («[[χάρις]] ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῑς», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μειλίχως</i> (Α)<br />με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι οι τύποι [[μείλια]] και <i>μείλι</i>-<i>χος</i> ανάγονται σε θ. <i>μελν</i>-, [[οπότε]] οι τύποι με -<i>ει</i>- [[είναι]] προϊόντα αντέκτασης, ενώ ο αιολ. τ. [[μέλλιχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μελλιχόφωνος]]) [[είναι]] [[προϊόν]] αφομοίωσης. Το επίθ. [[μείλιχος]] εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νηπία</i>-<i>χος</i>, <i>όσσι</i>-<i>χος</i>). Η [[σύνδεση]] τών τύπων με το λατ. <i>mel</i>, <i>mellis</i> «[[μέλι]]» [[είναι]] δυνατή αν η γεν. <i>mellis</i> ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>meln</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>malone</i> «[[ευμένεια]], [[εύνοια]]», <i>meile</i> «[[αγάπη]]», αρχ. σλαβ. <i>milu</i> «συμβιβάσιμος»), ενώ η ανεπιφύλακτη [[σύνδεση]] τών τύπων με τη λ. [[μέλι]] οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειλίχιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειλίσσω]], [[μειλίχη]], <i>μειλίχια</i>, [[μειλιχώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μειλιχόβουλος]], [[μειλιχόγηρυς]], [[μειλιχόδωρος]], [[μειλιχόμητις]], [[μειλιχόμυθος]], [[μειλιχόφωνος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μειλιχόθυμος]], [[μειλιχομειδής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμείλιχος]], [[γλυκυμείλιχος]], <i>ευμείλιχος</i>, [[παμμείλιχος]], [[παναμείλιχος]].
|mltxt=[[μείλιχος]] και αιολ. τ. [[μέλλιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πράος]], [[ήπιος]], [[γλυκός]], [[μειλίχιος]] (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο [[μείλιχος]] [[εἶναι]] ζωὸς ἐών», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἔκ δ' ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ' [[ἔπος]] [[οὔτε]] τι [[ἔργον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθετο]] της Λητούς, του Ύπνου και της Αρτέμιδος («ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι», Κριναγ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μείλιχον</i><br />[[πραότητα]], [[ηπιότητα]], [[ευγένεια]], [[γλυκύτητα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μείλιχον</i><br />με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μείλιχα</i><br />οι χαρές («[[χάρις]] ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῑς», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μειλίχως</i> (Α)<br />με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι οι τύποι [[μείλια]] και <i>μείλι</i>-<i>χος</i> ανάγονται σε θ. <i>μελν</i>-, [[οπότε]] οι τύποι με -<i>ει</i>- [[είναι]] προϊόντα αντέκτασης, ενώ ο αιολ. τ. [[μέλλιχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μελλιχόφωνος]]) [[είναι]] [[προϊόν]] αφομοίωσης. Το επίθ. [[μείλιχος]] εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>χος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νηπία</i>-<i>χος</i>, <i>όσσι</i>-<i>χος</i>). Η [[σύνδεση]] τών τύπων με το λατ. <i>mel</i>, <i>mellis</i> «[[μέλι]]» [[είναι]] δυνατή αν η γεν. <i>mellis</i> ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>meln</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>malone</i> «[[ευμένεια]], [[εύνοια]]», <i>meile</i> «[[αγάπη]]», αρχ. σλαβ. <i>milu</i> «συμβιβάσιμος»), ενώ η ανεπιφύλακτη [[σύνδεση]] τών τύπων με τη λ. [[μέλι]] οφείλεται σε [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειλίχιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειλίσσω]], [[μειλίχη]], <i>μειλίχια</i>, [[μειλιχώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μειλιχόβουλος]], [[μειλιχόγηρυς]], [[μειλιχόδωρος]], [[μειλιχόμητις]], [[μειλιχόμυθος]], [[μειλιχόφωνος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μειλιχόθυμος]], [[μειλιχομειδής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αμείλιχος]], [[γλυκυμείλιχος]], <i>ευμείλιχος</i>, [[παμμείλιχος]], [[παναμείλιχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μείλῐχος:''' -ον, [[πράος]], [[ευγενικός]], όπως το [[μειλίχιος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., [[Ἄρτεμις]] [[μείλιχος]] ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· <i>τὸ μείλιχον</i>, [[πραότητα]], σε Θέογν.· <i>τὰ μείλιχα</i>, χαρές, σε Πίνδ.
}}
}}