ἐλέλικτο: Difference between revisions

2
(4)
(2)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλέλικτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του [[ἐλελίζω]] (Α).
|lsmtext='''ἐλέλικτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του [[ἐλελίζω]] (Α).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλέλικτο:''' эп. sync. 3 л. sing. aor. 2 med. к [[ἐλελίζω]] II.
}}
}}