ἐλέλικτο

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. ao.2 Moy. de ἐλελίζω¹.

Greek Monotonic

ἐλέλικτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του ἐλελίζω (Α).

Russian (Dvoretsky)

ἐλέλικτο: эп. sync. 3 л. sing. aor. 2 med. к ἐλελίζω II.