3,274,198
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -[[ήιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, συγκρ. και υπερθ. <i>ἀνδρειότερος</i>, <i>-ότατος</i>, [[ακόμα]] και στον Ηρόδ.· ([[ἀνήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνδρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· για το <i>αὐλοὶ ἀνδρεῖοι</i>, βλ. [[αὐλός]].<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αρρενωπός]], [[αρσενικός]], [[ανδροπρεπής]], σε Ηρόδ., Αττ.· με αρνητική [[σημασία]], [[ξεροκέφαλος]], [[πεισματάρης]], σε Λουκ· ουδ. <i>τὸἀνδρεῖον</i>, με [[κράση]] τἀνδρεῖον = [[ἀνδρεία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, δυνατό, ζωηρό, σε Αριστοφ. <b>III.[[ἀνδρεῖα]]</b>, <i>τά</i>, τα δημόσια γεύματα των Κρητών, παλαιότερο όνομα επίσης για τα σπαρτιατικά [[φειδίτια]], σε Αλκμ., σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀνδρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -[[ήιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, συγκρ. και υπερθ. <i>ἀνδρειότερος</i>, <i>-ότατος</i>, [[ακόμα]] και στον Ηρόδ.· ([[ἀνήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνδρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· για το <i>αὐλοὶ ἀνδρεῖοι</i>, βλ. [[αὐλός]].<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αρρενωπός]], [[αρσενικός]], [[ανδροπρεπής]], σε Ηρόδ., Αττ.· με αρνητική [[σημασία]], [[ξεροκέφαλος]], [[πεισματάρης]], σε Λουκ· ουδ. <i>τὸἀνδρεῖον</i>, με [[κράση]] τἀνδρεῖον = [[ἀνδρεία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, δυνατό, ζωηρό, σε Αριστοφ. <b>III.[[ἀνδρεῖα]]</b>, <i>τά</i>, τα δημόσια γεύματα των Κρητών, παλαιότερο όνομα επίσης για τα σπαρτιατικά [[φειδίτια]], σε Αλκμ., σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδρεῖος:''' ион. [[ἀνδρήϊος]], эол. ἀνδρέϊος 3<br /><b class="num">1)</b> мужской ([[αὐλός]] Her.; [[θαἰμάτια]] Arph.; [[ἱμάτιον]] Xen., Theocr., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> мужского пола (τὰ θηρία Arst.);<br /><b class="num">3)</b> мужественный, отважный ([[ῥώμη]] Her.; [[ἔργον]] Arph., Arst.; [[γυνή]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> дерзкий ([[ἀναίσχυντος]] καὶ ἀ. Luc.). | |||
}} | }} |