δεννάζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεννάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βρίζω]], [[λοιδορώ]], [[κακολογώ]], <i>τινά</i>, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>κακὰ ῥήματα δεννάζειν</i>, [[ξεστομίζω]] [[λόγια]] με υβριστικό [[περιεχόμενο]], στον ίδ.
|lsmtext='''δεννάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βρίζω]], [[λοιδορώ]], [[κακολογώ]], <i>τινά</i>, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>κακὰ ῥήματα δεννάζειν</i>, [[ξεστομίζω]] [[λόγια]] με υβριστικό [[περιεχόμενο]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεννάζω:''' (тж. δ. κακὰ ῥήματα Soph.) бранить, злословить, поносить, оскорблять (τινά Eur.; ἐπὶ ψόγοισί τινα Soph.).
}}
}}