Anonymous

δεννάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεννάζω]] (Α) [[δέννος]]<br /><b>1.</b> [[βρίζω]], [[κακολογώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κακά]] ρήματα δεννάζειν» — [[ξεστομίζω]] φοβερές βρισιές.
|mltxt=[[δεννάζω]] (Α) [[δέννος]]<br /><b>1.</b> [[βρίζω]], [[κακολογώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κακά]] ρήματα δεννάζειν» — [[ξεστομίζω]] φοβερές βρισιές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεννάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, [[βρίζω]], [[λοιδορώ]], [[κακολογώ]], <i>τινά</i>, σε Θέογν., Σοφ.· με σύστ. αντ., <i>κακὰ ῥήματα δεννάζειν</i>, [[ξεστομίζω]] [[λόγια]] με υβριστικό [[περιεχόμενο]], στον ίδ.
}}
}}