3,277,020
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χάλκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ. | |lsmtext='''χάλκωμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο [[αγγείο]], [[σκεύος]], όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο [[έμβολο]] πλοίου, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χάλκωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> медный сосуд Lys., Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> медная ванна Plut.;<br /><b class="num">3)</b> медная доска (таблица) Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> медный нос корабля Plut., Diod.;<br /><b class="num">5)</b> медная часть (ἀσπίδος Arst.). | |||
}} | }} |