προσκυρέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκῠρέω:''' παρατ. <i>-έκῡρον</i>, μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i> (όπως από -[[κύρω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προσεγγίζω]], [[φτάνω]] σε, με δοτ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναντώ]], [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., <i>ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ'</i>, σε Σοφ.· αντιστρόφως, δόμοισι [[πῆμα]] προσκυρεῖ, [[συμφορά]] πέφτει στο [[σπίτι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσκῠρέω:''' παρατ. <i>-έκῡρον</i>, μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i> (όπως από -[[κύρω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προσεγγίζω]], [[φτάνω]] σε, με δοτ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναντώ]], [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., <i>ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ'</i>, σε Σοφ.· αντιστρόφως, δόμοισι [[πῆμα]] προσκυρεῖ, [[συμφορά]] πέφτει στο [[σπίτι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκῠρέω:''' и προσκύρω (impf. προσέκῡρον, fut. προσκύρσω, aor. [[προσέκυρσα]])<br /><b class="num">1)</b> прибывать, достигать (Κυθήροις Her.);<br /><b class="num">2)</b> наталкиваться, встречаться: δεινότατον πάντων, ὅσ᾽ ἐγὼ προσέκυρσ᾽ [[ἤδη]] Soph. самое ужасное из всего, с чем я когда-л. встречался;<br /><b class="num">3)</b> приключаться, постигать ([[πότερα]] δόμοισι [[πῆμα]] - v. l. [[πτῶμα]] - προσκυρεῖ [[νέον]]; Aesch.).
}}
}}