3,240,908
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκῠρέω:''' παρατ. <i>-έκῡρον</i>, μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i> (όπως από -[[κύρω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προσεγγίζω]], [[φτάνω]] σε, με δοτ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναντώ]], [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., <i>ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ'</i>, σε Σοφ.· αντιστρόφως, δόμοισι [[πῆμα]] προσκυρεῖ, [[συμφορά]] πέφτει στο [[σπίτι]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''προσκῠρέω:''' παρατ. <i>-έκῡρον</i>, μέλ. -[[κύρσω]], αόρ. αʹ <i>-έκυρσα</i> (όπως από -[[κύρω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[προσεγγίζω]], [[φτάνω]] σε, με δοτ., σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συναντώ]], [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Θεόκρ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., <i>ὅσ' ἐγὼ προσέκυρσ'</i>, σε Σοφ.· αντιστρόφως, δόμοισι [[πῆμα]] προσκυρεῖ, [[συμφορά]] πέφτει στο [[σπίτι]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκῠρέω:''' и προσκύρω (impf. προσέκῡρον, fut. προσκύρσω, aor. [[προσέκυρσα]])<br /><b class="num">1)</b> прибывать, достигать (Κυθήροις Her.);<br /><b class="num">2)</b> наталкиваться, встречаться: δεινότατον πάντων, ὅσ᾽ ἐγὼ προσέκυρσ᾽ [[ἤδη]] Soph. самое ужасное из всего, с чем я когда-л. встречался;<br /><b class="num">3)</b> приключаться, постигать ([[πότερα]] δόμοισι [[πῆμα]] - v. l. [[πτῶμα]] - προσκυρεῖ [[νέον]]; Aesch.). | |||
}} | }} |