παπταίνω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παπταίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπάπτηνα</i>, Επικ. <i>πάπτηνα</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]] προσεκτικά, [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· [[κυρίως]] με [[σημασία]] φόβου ή προφύλαξης, [[κοιτάζω]] ή [[περιεργάζομαι]] [[τριγύρω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[κοιτάζω]] [[ολόγυρα]], [[αναζητώ]], [[ψάχνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>παπτάναις</i> (μτχ. Δωρ. αορ. αʹ), [[ρίχνω]] τα μάτια μου πάνω σ' ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· [[αγριοκοιτάζω]], <i>τινά</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''παπταίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπάπτηνα</i>, Επικ. <i>πάπτηνα</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]] προσεκτικά, [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· [[κυρίως]] με [[σημασία]] φόβου ή προφύλαξης, [[κοιτάζω]] ή [[περιεργάζομαι]] [[τριγύρω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[κοιτάζω]] [[ολόγυρα]], [[αναζητώ]], [[ψάχνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· <i>παπτάναις</i> (μτχ. Δωρ. αορ. αʹ), [[ρίχνω]] τα μάτια μου πάνω σ' ένα [[πράγμα]], σε Πίνδ.· [[αγριοκοιτάζω]], <i>τινά</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παπταίνω:''' (fut. παπτᾰνῶ, aor. ἐπάπτηνα - эп. πάπτηνα; дор. part. παπτάναις с τᾱ)<br /><b class="num">1)</b> (зорко) оглядываться кругом, озираться ([[πάντοσε]] Hom.): π. ὀμφὶ ἕ Hom. оглянуться вокруг себя; π. πρός τι Hom. и ἐπί τι Plut. устремить взор на что-л.; π. κατὰ δόμον Hom. обводить взглядом (весь) дом; π. [[μετά]] τινα Hes. озираться (или искоса поглядывать) на кого-л.; τὸν δ᾽ ἀγρίοις ὄσσοισι παπτήνας Soph. взглянув на него суровыми глазами;<br /><b class="num">2)</b> искать глазами (τινά Hom.).
}}
}}