3,276,901
edits
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]]. | |mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκατάλλακτος:''' трудно поддающийся уговорам, непримиримый (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.). | |||
}} | }} |