Anonymous

δυσκατάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]].
|mltxt=[[δυσκατάλλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συνδιαλλάσσεται<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάλλακτον</i><br />η [[δυσκολία]] στη [[συνδιαλλαγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκατάλλακτος:''' трудно поддающийся уговорам, непримиримый (δυσμενὴς καὶ δ. Plut.).
}}
}}