δειρή: Difference between revisions

386 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δειρή:''' ἡ, [[λαιμός]], [[τράχηλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — [[δέρη]] (όχι [[δέρα]]), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).
|lsmtext='''δειρή:''' ἡ, [[λαιμός]], [[τράχηλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — [[δέρη]] (όχι [[δέρα]]), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).
}}
{{elru
|elrutext='''δειρή:''' дор. [[δειρά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> шея Hom., Theocr.: τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς Her. ожерелье;<br /><b class="num">2)</b> горло HH;<br /><b class="num">3)</b> перен. пасть (sc. Ταρτάρου Hes.);<br /><b class="num">4)</b> горная гряда (Ἀρκαδίας δειραί Pind.).
}}
}}