Anonymous

δειρή: Difference between revisions

From LSJ
229 bytes added ,  30 December 2018
3
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δειρή]] και (<b>αιολ. τ.</b>) [[δέρα]] και (<b>αττ. τ.</b>) [[δέρη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[λαιμός]], [[τράχηλος]]<br /><b>2.</b> [[περιδέραιο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου, στενή [[κοιλάδα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» — τα στολίδια, τα κοσμήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρωταρχικός τ. τών [[δειρή]], [[δέρη]], [[δέρα]] θεωρείται ο τ. <i>δερFᾱ</i>, ο [[οποίος]] απαντά και στην Αρκαδική. Στις ινδο-ιρανο-βαλτο-σλαβικές γλώσσες μαρτυρούνται ετυμολογικώς συγγενείς λέξεις<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. και αβεστ <i>gr</i><i>ī</i><i>v</i><i>ā</i> «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]», ρωσ. <i>gr</i><i>ī</i><i>va</i> «[[χαίτη]], [[ράχη]] βουνού», λεττ. <i>gr</i><i>ī</i><i>va</i> «[[εκβολή]] ποταμού», οι οποίες οδήγησαν στην [[αναγωγή]] σε αρχικό τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>-<i>u</i><i>ā</i> (παράλληλα [[προς]] το <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i><i>ī</i>-<i>u</i><i>ā</i>). Η [[υπόθεση]] όμως αυτή προσκρούει στην ύπαρξη αιολ. τ. [[δέρα]] [[αντί]] του αναμενόμενου [[βέρα]], αν και υποστηρίχθηκε ότι πιθ. στη Λεσβιακή το <i>g</i><sup>w</sup> [[μπροστά]] από e είχε περισσότερο χειλική [[προφορά]] απ' ό,τι στις άλλες διαλέκτους. Η [[σχέση]] εξάλλου [[μεταξύ]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- και <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i><i>ī</i>- δεν [[είναι]] [[σαφής]] και έχει δώσει [[λαβή]] στη [[διατύπωση]] διαφόρων υποθέσεων. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει ετυμολογική [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] του [[βιβρώσκω]]].
|mltxt=[[δειρή]] και (<b>αιολ. τ.</b>) [[δέρα]] και (<b>αττ. τ.</b>) [[δέρη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[λαιμός]], [[τράχηλος]]<br /><b>2.</b> [[περιδέραιο]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> [[κοίτη]] χειμάρρου, στενή [[κοιλάδα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς» — τα στολίδια, τα κοσμήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρωταρχικός τ. τών [[δειρή]], [[δέρη]], [[δέρα]] θεωρείται ο τ. <i>δερFᾱ</i>, ο [[οποίος]] απαντά και στην Αρκαδική. Στις ινδο-ιρανο-βαλτο-σλαβικές γλώσσες μαρτυρούνται ετυμολογικώς συγγενείς λέξεις<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. και αβεστ <i>gr</i><i>ī</i><i>v</i><i>ā</i> «[[λαιμός]], [[τράχηλος]]», ρωσ. <i>gr</i><i>ī</i><i>va</i> «[[χαίτη]], [[ράχη]] βουνού», λεττ. <i>gr</i><i>ī</i><i>va</i> «[[εκβολή]] ποταμού», οι οποίες οδήγησαν στην [[αναγωγή]] σε αρχικό τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>-<i>u</i><i>ā</i> (παράλληλα [[προς]] το <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i><i>ī</i>-<i>u</i><i>ā</i>). Η [[υπόθεση]] όμως αυτή προσκρούει στην ύπαρξη αιολ. τ. [[δέρα]] [[αντί]] του αναμενόμενου [[βέρα]], αν και υποστηρίχθηκε ότι πιθ. στη Λεσβιακή το <i>g</i><sup>w</sup> [[μπροστά]] από e είχε περισσότερο χειλική [[προφορά]] απ' ό,τι στις άλλες διαλέκτους. Η [[σχέση]] εξάλλου [[μεταξύ]] <i>g</i><sup>w</sup><i>er</i>- και <i>g</i><sup>w</sup><i>r</i><i>ī</i>- δεν [[είναι]] [[σαφής]] και έχει δώσει [[λαβή]] στη [[διατύπωση]] διαφόρων υποθέσεων. Τέλος, δεν αποκλείεται να υπάρχει ετυμολογική [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] του [[βιβρώσκω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δειρή:''' ἡ, [[λαιμός]], [[τράχηλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — [[δέρη]] (όχι [[δέρα]]), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).
}}
}}