γνώμη: Difference between revisions

4,944 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γνώμη:''' ἡ ([[γιγνώσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέσο]] γνώσης, [[σήμα]], διακριτικό [[γνώρισμα]], [[τεκμήριο]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όργανο με το οποίο [[κάποιος]] προσεγγίζει, κατακτά τη [[γνώση]], το [[πνεύμα]].<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[κρίση]], [[διανόημα]], [[διάνοια]], σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην [[ἱκανός]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ηρόδ.· γνώμην [[ἀγαθός]], σε Σοφ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, [[εννοώ]], [[κατανοώ]], στον ίδ.· <i>προσέχειν γνώμην</i>, [[λειτουργώ]] με [[περίσκεψη]], είμαι σε [[επιφυλακή]], [[ετοιμότητα]], [[δίνω]] [[προσοχή]]· <i>ἀπὸ γνώμης</i>, με καθαρή [[συνείδηση]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>οὐκ ἀπὸ γνώμης</i>, όχι [[χωρίς]] ορθολογική [[σκέψη]], με θετική [[κρίση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[πνεύμα]], η [[ψυχή]] κάποιου, η [[θέληση]], ο [[σκοπός]], η [[επιδίωξη]], η [[διάθεση]], η [[κλίση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί</i>, [[διατελώ]] υπό την [[εύνοια]] κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τι</i>, έχω τη [[διάθεση]], [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς το [[μέρος]]..., σε Θουκ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] γνώμης, με τη δική του [[συγκατάθεση]], [[βούληση]], στον ίδ.· <i>ἐκ μιᾶς γνώμης</i>, με [[μία]] σύμφωνη [[γνώμη]], ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, <i>μιᾷ γνώμῃ</i>, σε Θουκ.· στον πληθ., <i>φίλιαι γνῶμαι</i>, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[άποψη]]· <i>πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ</i>, [[ρέπω]] περισσότερο προς την [[άποψη]] ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, [[ταύτῃ]] [[πλεῖστος]] τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη [[γνώμη]] [[ἐστί]] μοι, στον ίδ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, όπως <i>λόγον ἔχειν</i>, έχω δίκιο, είμαι [[σωστός]], σε Αριστοφ.· <i>κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν</i>, Λατ. mea [[sententia]], κατά τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>γνώμην ἐμήν</i>, σε Αριστοφ.· <i>παρὰ τὴν γνώμην</i>, αντίθετα προς το [[δημόσιο]] [[αίσθημα]], την επικρατούσα [[αντίληψη]], σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, <i>γνώμην ἀποφαίνειν</i>, <i>ἀποδείκνυσθαι</i>, [[φανερώνω]], [[εκφωνώ]], [[εκφέρω]] μια [[άποψη]], σε Ηρόδ.· <i>τίθεσθαι</i>, σε Σοφ.· <i>δηλοῦν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[sententia]], [[σχέδιο]], [[πρόταση]] για [[συζήτηση]]· <i>γνώμην εἰσφέρειν</i>, σε Ηρόδ.· [[εἰπεῖν]], <i>προθεῖναι</i>, σε Θουκ.· γνώμην [[νικᾶν]], υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>γνῶμαι</i>, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae·<br /><b class="num">4.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]], [[πρόθεση]], σε Θουκ.· <i>τινά ἔχουσα γνώμην;</i> με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα [[γνώμη]] [[τῶν]] λεχθέντων, το γενικό [[νόημα]], [[σημασία]]..., σε Θουκ.
|lsmtext='''γνώμη:''' ἡ ([[γιγνώσκω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μέσο]] γνώσης, [[σήμα]], διακριτικό [[γνώρισμα]], [[τεκμήριο]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όργανο με το οποίο [[κάποιος]] προσεγγίζει, κατακτά τη [[γνώση]], το [[πνεύμα]].<br /><b class="num">1.</b> [[σκέψη]], [[κρίση]], [[διανόημα]], [[διάνοια]], σε Σοφ.· με αιτ. απόλ., γνώμην [[ἱκανός]], [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ηρόδ.· γνώμην [[ἀγαθός]], σε Σοφ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, [[εννοώ]], [[κατανοώ]], στον ίδ.· <i>προσέχειν γνώμην</i>, [[λειτουργώ]] με [[περίσκεψη]], είμαι σε [[επιφυλακή]], [[ετοιμότητα]], [[δίνω]] [[προσοχή]]· <i>ἀπὸ γνώμης</i>, με καθαρή [[συνείδηση]], σε Αισχύλ.· [[αλλά]], <i>οὐκ ἀπὸ γνώμης</i>, όχι [[χωρίς]] ορθολογική [[σκέψη]], με θετική [[κρίση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[πνεύμα]], η [[ψυχή]] κάποιου, η [[θέληση]], ο [[σκοπός]], η [[επιδίωξη]], η [[διάθεση]], η [[κλίση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί</i>, [[διατελώ]] υπό την [[εύνοια]] κάποιου, σε Ηρόδ.· τὴνγνώμην ἔχειν [[πρός]] τινα ή <i>τι</i>, έχω τη [[διάθεση]], [[ρέπω]], [[κλίνω]] προς το [[μέρος]]..., σε Θουκ.· ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] γνώμης, με τη δική του [[συγκατάθεση]], [[βούληση]], στον ίδ.· <i>ἐκ μιᾶς γνώμης</i>, με [[μία]] σύμφωνη [[γνώμη]], ομόφωνα, σε Δημ.· ομοίως, <i>μιᾷ γνώμῃ</i>, σε Θουκ.· στον πληθ., <i>φίλιαι γνῶμαι</i>, φιλικά συναισθήματα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρίση]], [[γνώμη]], [[άποψη]]· <i>πλεῖστός εἰμι τῇ γνώμῃ</i>, [[ρέπω]] περισσότερο προς την [[άποψη]] ότι..., σε Ηρόδ.· ομοίως, [[ταύτῃ]] [[πλεῖστος]] τὴν γνώμην ή ἡ πλείστη [[γνώμη]] [[ἐστί]] μοι, στον ίδ.· <i>γνώμην ἔχειν</i>, όπως <i>λόγον ἔχειν</i>, έχω δίκιο, είμαι [[σωστός]], σε Αριστοφ.· <i>κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν</i>, Λατ. mea [[sententia]], κατά τη [[γνώμη]] μου, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>γνώμην ἐμήν</i>, σε Αριστοφ.· <i>παρὰ τὴν γνώμην</i>, αντίθετα προς το [[δημόσιο]] [[αίσθημα]], την επικρατούσα [[αντίληψη]], σε Θουκ.· λέγεται για ρήτορες, <i>γνώμην ἀποφαίνειν</i>, <i>ἀποδείκνυσθαι</i>, [[φανερώνω]], [[εκφωνώ]], [[εκφέρω]] μια [[άποψη]], σε Ηρόδ.· <i>τίθεσθαι</i>, σε Σοφ.· <i>δηλοῦν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[sententia]], [[σχέδιο]], [[πρόταση]] για [[συζήτηση]]· <i>γνώμην εἰσφέρειν</i>, σε Ηρόδ.· [[εἰπεῖν]], <i>προθεῖναι</i>, σε Θουκ.· γνώμην [[νικᾶν]], υπερισχύει η πρότασή μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>γνῶμαι</i>, αποφθέγματα σοφών ανθρώπων, τα ρητά, τα γνωμικά, Λατ. sententiae·<br /><b class="num">4.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]], [[πρόθεση]], σε Θουκ.· <i>τινά ἔχουσα γνώμην;</i> με ποιο σκοπό; σε Ηρόδ.· ἡ ξύμπασα [[γνώμη]] [[τῶν]] λεχθέντων, το γενικό [[νόημα]], [[σημασία]]..., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''γνώμη:''' дор. [[γνώμα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> ум, сознание, дух (φρόνημο καὶ γ. Soph.): γνώμης [[ἔφοδος]] Thuc. уловка, хитрость; πάσῃ τῇ γνώμῃ Thuc. всеми помыслами, изо всех сил; γνώμαις καὶ σώμασι Xen. душой и телом; τὴν γνώμην προσέχειν τινί Her. и ἔχειν πρός τινι Aeschin. обращать свою мысль, т. е. внимание на что-л.; προσεῖχον τὴν γνώμην ὡς … Thuc. они прониклись мыслью, что …;<br /><b class="num">2)</b> знание, понимание: οὐ γνῴμαν ἴσχεις …; Soph. разве ты не понимаешь …?; [[ἄνευ]] γνώμης οὔ με χρὴ λέγειν Soph. не зная (в чем дело), я (ничего) не могу сказать;<br /><b class="num">3)</b> рассудок, разум, здравый смысл: ἡ γ. ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς ἐστι [[κρίσις]] [[ὀρθή]] Arst. рассудок есть правильное суждение о должном; [[ἄτερ]] γνώμης Aesch. безрассудно, беззаботно; γνώμῃ Xen. и οὐκ ἀπὸ γνώμης Soph. (ср. 4 и 9) разумно, здраво; γνώμην [[ἱκανός]] Her. разумный; παρὰ γνώμην διακινδυνεύειν Thuc. (ср. 9) идти на бессмысленный риск; παρὰ γνώμην Dem. против ожидания;<br /><b class="num">4)</b> мнение, убеждение: τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι или ἔχεσθαι, тж. τῇ γνώμῃ εἶναι Thuc. быть того же мнения, но [[ταύτῃ]] τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι Her. я решительно склоняюсь к тому мнению; μιᾷ γνώμῃ Thuc. или ἐκ μιᾶς γνώμης Dem., Plut. единодушно; διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. и ξυμφέρεσθαι γνώμῃ Thuc. быть единодушными; ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας Thuc. они переменили свои мнения; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον Aesch. (ср. 3 и 9) голосовать в соответствии со своим мнением, т. е. по совести; κατὰ γνώμην τὴν ἐμήν Her. и γνώμην ἐμήν Arph. по моему мнению; [[γνώμη]] [[ταύτῃ]] (v. l. γνώμην ταύτην) τίθεμαι Soph. я присоединяюсь к этому мнению;<br /><b class="num">5)</b> (умо)настроение, склонность: πρός τι τὴν γνώμην ἔχειν Thuc. быть склонным к чему-л.; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί Her. быть по душе кому-л. или пользоваться чьим-л. расположением; [[οὕτως]] εἶχε τῆς γνώμης ὡς [[ἤδη]] [[παντελῶς]] κεκρατηκώς Xen. (у персидского войска) было такое впечатление, что оно уже одержало полную победу; εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. набожно, благочестиво, благоговейно; οὐ φίλιαι γνῶμαι Her. недружелюбие;<br /><b class="num">6)</b> мнение, предложение (γνώμην εἰσφέρειν Her. и προθεῖναι Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> мысль, замысел: [[τίνα]] ἔχων γνώμην; Her. с каким намерением?; οὐκ [[οἶδα]] γνώμῃ τίνι Soph. не знаю, с какой целью или на каком основании; τοῦ τείχους γ. Thuc. назначение стены;<br /><b class="num">8)</b> решение, постановление: [[κοινῇ]] γνώμῃ χρεώμενοι Her. согласно общему решению;<br /><b class="num">9)</b> воля, желание (γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι и ἐκπιμπλάναι Xen.; βιασθῆναι παρὰ γνώμην Plut. - ср. 3): κατὰ γνώμην ἐμήν Eur. по моему усмотрению; ἀφ᾽ [[ἑαυτοῦ]] γνώμης Thuc. (ср. 3 и 4) по своему собственному побуждению;<br /><b class="num">10)</b> сентенция, назидательная мысль, изречение, гнома (αἱ τῶν ποιητῶν γνῶμαι Aeschin.): [[ἔστι]] δε γ. [[ἀπόφανσις]] [[καθόλου]] Arst. гнома есть высказывание общего характера;<br /><b class="num">11)</b> Arst. = [[γνώμων]] 8.
}}
}}