3,277,119
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀδυρτός:''' внушающий сожаление, жалкий (οἰκτρὸς καὶ ὀ. Plut.). - см. тж. [[ὀδυρτά]]. | |||
}} | }} |