Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀδυρτός: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδυρτός]], -ή, -όν (Α) [[οδύρομαι]]<br /><b>1.</b> [[αξιοθρήνητος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀδυρτά</i><br />με οδυρμό («[[λόγχη]] τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ὀδυρτός]], -ή, -όν (Α) [[οδύρομαι]]<br /><b>1.</b> [[αξιοθρήνητος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀδυρτά</i><br />με οδυρμό («[[λόγχη]] τις ἐμπέπηγε μοι δι' ὀστέων ὀδυρτά», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀδυρτός:''' -ή, -όν ([[ὀδύρομαι]]), [[αξιολύπητος]], [[αξιοθρήνητος]]· ουδ. πληθ. <i>ὀδυρτά</i>, ως επίρρ., με πόνο, οδυνηρά, σε Αριστοφ.
}}
}}