ἔγκληρος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔγκληρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει κλήρο, [[μερίδιο]] σε κάποιο [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.· [[λαχεῖν]] ἔγκληρά τινι, να έχεις ίσο [[μερίδιο]] με τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> έχω [[μερίδιο]] από [[κληρονομιά]], ο [[κληρονόμος]], η [[κληρονόμος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἔγκληρος]] [[εὐνή]], [[γάμος]] που επιφέρει πλούτο, στον ίδ.· <i>ἔγκ. [[πεδία]]</i>, γη - κτήματα που περιήλθαν στην [[κατοχή]], στην [[ιδιοκτησία]] κάποιου ως [[κληρονομιά]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἔγκληρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει κλήρο, [[μερίδιο]] σε κάποιο [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.· [[λαχεῖν]] ἔγκληρά τινι, να έχεις ίσο [[μερίδιο]] με τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> έχω [[μερίδιο]] από [[κληρονομιά]], ο [[κληρονόμος]], η [[κληρονόμος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἔγκληρος]] [[εὐνή]], [[γάμος]] που επιφέρει πλούτο, στον ίδ.· <i>ἔγκ. [[πεδία]]</i>, γη - κτήματα που περιήλθαν στην [[κατοχή]], στην [[ιδιοκτησία]] κάποιου ως [[κληρονομιά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγκληρος:''' <b class="num">1)</b> досл. имеющий долю, владеющий частью, перен. насладившийся, изведавший (ὑμεναίων Soph.);<br /><b class="num">2)</b> являющийся наследником (ἔγκληρον κασιγνήτην τινὸς γαμεῖν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> доставшийся по наследству, унаследованный (πεδία Eur.): ἔγκληρά τινι [[λαχεῖν]] Soph. иметь равный с кем-л. удел.
}}
}}