Anonymous

ἔγκληρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κλήρο, [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[μέτοχος]]<br /><b>2.</b> [[κληρονόμος]] («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», <b>Ευρ.</b> Ιφ. εν Ταύρ.)<br /><b>3.</b> [[πλούσιος]]<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κυριότητα]] κάποιου από [[κληρονομιά]] («ἔγκληρα [[πεδία]] τἀμὰ γῆς κεκτημένος», <b>Ευρ.</b> Ηρ.).
|mltxt=[[ἔγκληρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κλήρο, [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[μέτοχος]]<br /><b>2.</b> [[κληρονόμος]] («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», <b>Ευρ.</b> Ιφ. εν Ταύρ.)<br /><b>3.</b> [[πλούσιος]]<br /><b>4.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κυριότητα]] κάποιου από [[κληρονομιά]] («ἔγκληρα [[πεδία]] τἀμὰ γῆς κεκτημένος», <b>Ευρ.</b> Ηρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔγκληρος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει κλήρο, [[μερίδιο]] σε κάποιο [[πράγμα]], με γεν., σε Σοφ.· [[λαχεῖν]] ἔγκληρά τινι, να έχεις ίσο [[μερίδιο]] με τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> έχω [[μερίδιο]] από [[κληρονομιά]], ο [[κληρονόμος]], η [[κληρονόμος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἔγκληρος]] [[εὐνή]], [[γάμος]] που επιφέρει πλούτο, στον ίδ.· <i>ἔγκ. [[πεδία]]</i>, γη - κτήματα που περιήλθαν στην [[κατοχή]], στην [[ιδιοκτησία]] κάποιου ως [[κληρονομιά]], στον ίδ.
}}
}}