χλίω: Difference between revisions

325 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλίω:''' [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[θερμός]]· απ' όπου, ζω με [[πολυτέλεια]], [[γλεντώ]], <i>ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χλίω:''' [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[θερμός]]· απ' όπου, ζω με [[πολυτέλεια]], [[γλεντώ]], <i>ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλίω:''' (только praes.) досл. быть теплым или разгорячаться, перен. пользоваться ([[ὑπερκόπως]] ἐν τοῖς πόνοις τινός Aesch.): πέπλοισι καὶ πυκνώμασι χ. Aesch. быть пышно одетым.
}}
}}